- κηπαίος
- -αία, -ο (ΑΜ κηπαῑος, -αία, -ον) [κήπος]αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.)μσν.-αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα)η πόρτα τού κήπουαρχ.1. όμοιος με κήπο («κηπαῑοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία είδος φυτού*3. παροιμ. «ταῑς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.
Dictionary of Greek. 2013.